εὐπρόσοιστος

εὐπρόσοιστος
εὐπρόσοιστος
easy of approach
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ευπρόσοιστος — εὐπρόσοιστος, ον (Α) αυτός τον οποίο εύκολα πλησιάζει κάποιος, εύκολος («ευπρόσοδος ἔκβασις» εύκολη έκβαση, δυνατή λύση, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ οιστος (< προσ οίσω, μέλλ. τού προσ φέρω), πρβλ. α πρόσ οιστος, δυσ πρόσ οιστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”